φιλοκαλία — φιλοκαλίᾱ , φιλοκαλία love for the beautiful fem nom/voc/acc dual φιλοκαλίᾱ , φιλοκαλία love for the beautiful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκαλίᾳ — φιλοκαλίᾱͅ , φιλοκαλία love for the beautiful fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκαλία — η το να είναι κανείς φιλόκαλος (βλ. λ.), η αγάπη για το ωραίο, η καλαισθησία, η αισθητικότητα, το γούστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοκαλίας — φιλοκαλίᾱς , φιλοκαλία love for the beautiful fem acc pl φιλοκαλίᾱς , φιλοκαλία love for the beautiful fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκαλίαι — φιλοκαλίᾱͅ , φιλοκαλία love for the beautiful fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκαλίαν — φιλοκαλίᾱν , φιλοκαλία love for the beautiful fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκαλίαις — φιλοκαλία love for the beautiful fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόκαλος — η, ο / φιλόκαλος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά το ωραίο, που έχει φιλοκαλία, καλαίσθητος αρχ. 1. αυτός που τού αρέσει ο στολισμός, ο καλλωπισμός («καὶ φιλόκαλον περὶ ὅπλα καὶ φιλότιμον ἐπὶ πᾱσι τοῑς τοιαύτοις», Ξεν.) 2. αυτός που επιζητεί διάκριση,… … Dictionary of Greek
ДОБРОТОЛЮБИЕ — Господь Вседержитель с предстоящими свт. Макарием Нотарой и прп. Никодимом Святогорцем. Гравюра. 50 е гг. ХХ в. Господь Вседержитель с предстоящими свт. Макарием Нотарой и прп. Никодимом Святогорцем. Гравюра. 50 е гг. ХХ в. [греч. Θιλοκαλία],… … Православная энциклопедия
Nicodemus the Hagiorite — Part of a series on Eastern Christianity … Wikipedia